- κάρκαρος
- κάρκαροςprisonmasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κάρκαροι — κάρκαρος prison masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Kerker, der — Der Kerker, des s, plur. ut nom. sing. ein besonders in der höhern Schreibart übliches Wort, ein Gefängniß, besonders ein öffentliches Gefängniß für Missethäter zu bezeichnen. Bey dem Ottfried Karkare, bey dem Notker Charchar, im Nieders. ehedem… … Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart
κάκαρον — κάκαρον, τὸ (Μ) κρανίο. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτγν. επίθ. κάρκαρος «τραχύς», που δηλώνει και σήμερα σε ορισμένες διαλέκτους τον ξηρό τόπο. Τη σημασία «κεφάλι, κρανίο» τήν πήρε ως προσδιοριστικό τού ουσ. κεφάλι(ν) κατά παράλειψιν τού τελευταίου (ξερό… … Dictionary of Greek
καρκαρίνος — καρκαρίνος, ὁ (Μ) είδος πτηνού, φραγκόκοτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρκαρο (< μτγν. επίθ. κάρκαρος «ξηρός, τραχύς») + κατάλ. ίνος. Το πουλί ονομάστηκε έτσι από το φαλακρό του κεφάλι (πρβλ. και κάκαρο). Η ίδια ρίζα εμφανίζεται και στις ονομ. πτηνών… … Dictionary of Greek
καρκάρου — κάρκαρον prison neut gen sg κάρκαρος prison masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάρκαρον — prison neut nom/voc/acc sg κάρκαρος prison masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)